χλαμυδοειδής

χλαμυδοειδής
-ές, Α
όμοιος με χλαμύδα («χλαμυδοειδές πως τὸ σχῆμα», Στράθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλαμύς, -ύδος + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χλαμυδοειδής — like a masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαμυδοειδές — χλαμυδοειδής like a masc/fem voc sg χλαμυδοειδής like a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλαμυδοειδοῦς — χλαμυδοειδής like a masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”